λόχονδε
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Adv.,
A v. λόχος 1.2.
Greek (Liddell-Scott)
λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.
Greek Monolingual
λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].
Greek Monotonic
λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λόχονδε: adv.
1) в засаду (ἰέναι Hom.);
2) для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).