μελαντειχής

From LSJ
Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

German (Pape)

[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.

English (Slater)

μελαντειχής
   1 with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)

Greek Monolingual

μελαντειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῡν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι-τειχής, χαλκο-τειχής].

Greek Monotonic

μελαντειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μελαντειχής: черностенный (δόμος Περσεφόνης Pind.).

Middle Liddell

μελαν-τειχής, ές τεῖχος
black-walled, Pind.