νύμφευμα
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ατος, τό,
A marriage, espousal, in pl., τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al. II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.
German (Pape)
[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.
Greek Monolingual
νύμφευμα, τὸ (Α) νυμφεύω
1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.)
2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.).
Greek Monotonic
νύμφευμα: -ατος, τό, (νυμφεύω)·
I. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ.
II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νύμφευμα: ατος τό1) pl. свадьба, брак Soph., Eur.;
2) невеста или жена Eur.
Middle Liddell
νύμφευμα, ατος, τό, νυμφεύω
I. marriage, espousal, Soph., Eur.
II. in sg. the person married, καλὸν ν. τινι "a good match for him, " Eur.