ξεναγωγός
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
όν, later form for ξεναγός II, f.l. in Th.2.75 and Plu.Ages.36.
German (Pape)
[Seite 276] = ξεναγός, Sp., auch früher als v. l., vgl. Lob. Phryn. 430.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾰγωγός: -όν, τύπος μεταγεν. τοῦ ξεναγὸς ΙΙ, Λοβ. Φρύν. 430, Schäf. εἰς Πλουτ. Ἀγησ. 36· ― ξεναγωγέω, ὁδηγῶ ξένον, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ξεναγός.
Étymologie: ξένος, ἄγω.
Greek Monolingual
ξεναγωγός, -όν (Α)
ξεναγός, οδηγός ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].
Russian (Dvoretsky)
ξενᾰγωγός: ὁ Plut. = ξεναγός 1.