παλαιόφρων
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
dont l’esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.
Greek Monolingual
παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιόφρων: 2, gen. ονος
1) обладающий древней мудростью (Ζεύς Aesch.);
2) умудренный опытом Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιόφρων -ον, gen. -ονος [παλαιός, φρήν] met de wijsheid der jaren, eerbiedwaardig.