παραφροσύνη

From LSJ
Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφροσύνη Medium diacritics: παραφροσύνη Low diacritics: παραφροσύνη Capitals: ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: paraphrosýnē Transliteration B: paraphrosynē Transliteration C: parafrosyni Beta Code: parafrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A wandering of mind, derangement, Pl.Sph.228d, Aps.p.333 H.    2 delirium, Hp.Aph.2.2,6.53 (pl.), Prog.10.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, der Zustand der vom geraden Wege, von der Wahrheit sich verirrenden Seele, Verrücktheit, Wahnsinn; Plat. Soph. 228 d; Hippocr.; Plut. Rom. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφροσύνη: ἡ, (παράφρων) ἡ κατάστασις τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· μανία, παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 déraison, démence, folie;
2 délire.
Étymologie: παράφρων.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράφρων, -ονος]
η κατάσταση του παράφρονα, η απώλεια του λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.

Greek Monotonic

παραφροσύνη: ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραφροσύνη: ἡ помешательство, безумие Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.