περίπτωμα

From LSJ
Revision as of 05:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωμα Medium diacritics: περίπτωμα Low diacritics: περίπτωμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΜΑ
Transliteration A: períptōma Transliteration B: periptōma Transliteration C: periptoma Beta Code: peri/ptwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accidental happening : hence,    1 calamity, Pl.Prt.345b.    2 lucky chance, LXX Ru.2.3.

German (Pape)

[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.

Greek Monotonic

περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.

Middle Liddell

περί-πτωμα, ατος, τό,
a calamity, Plat.