περίπτωμα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ατος, τό,
A accidental happening : hence, 1 calamity, Pl.Prt.345b. 2 lucky chance, LXX Ru.2.3.
German (Pape)
[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek Monolingual
τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.
Greek Monotonic
περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.
Russian (Dvoretsky)
περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.