προδιαλύω

From LSJ
Revision as of 11:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαλύω Medium diacritics: προδιαλύω Low diacritics: προδιαλύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: prodialýō Transliteration B: prodialyō Transliteration C: prodialyo Beta Code: prodialu/w

English (LSJ)

   A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6.    2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462.    3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586.    4 mitigate first, Gal.14.693.    5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.

German (Pape)

[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.

French (Bailly abrégé)

1 dissoudre d’abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.

Greek Monolingual

Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλύω:
1) ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2) ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).