προδιαλύω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6. 2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462. 3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586. 4 mitigate first, Gal.14.693. 5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.
German (Pape)
[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.
French (Bailly abrégé)
1 dissoudre d’abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.
Greek Monolingual
Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλύω:
1) ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2) ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).