συνεπαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συνεπαγωνίζομαι Low diacritics: συνεπαγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synepagōnízomai Transliteration B: synepagōnizomai Transliteration C: synepagonizomai Beta Code: sunepagwni/zomai

English (LSJ)

   A join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.

French (Bailly abrégé)

être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰγωνίζομαι: усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.