ὠκυδίνητος

From LSJ
Revision as of 02:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίνητος Medium diacritics: ὠκυδίνητος Low diacritics: ωκυδίνητος Capitals: ΩΚΥΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ōkydínētos Transliteration B: ōkydinētos Transliteration C: okydinitos Beta Code: w)kudi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,

   A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).

Middle Liddell

ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.