Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳογλύφος

From LSJ
Revision as of 14:15, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογλύφος Medium diacritics: ζῳογλύφος Low diacritics: ζωογλύφος Capitals: ΖΩΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: zōioglýphos Transliteration B: zōoglyphos Transliteration C: zooglyfos Beta Code: zw|oglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].

Greek Monotonic

ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.