παμμεγέθης

From LSJ
Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμεγέθης Medium diacritics: παμμεγέθης Low diacritics: παμμεγέθης Capitals: ΠΑΜΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: pammegéthēs Transliteration B: pammegethēs Transliteration C: pammegethis Beta Code: pammege/qhs

English (LSJ)

ες, = foreg., Pl. Prm.164d, Lg.913d, X.Mem.3.6.13, Timocl.8.14, D.19.241, Arist. GA745a34, al., Men.Her.2: neut. as Adv.,

   A παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin. 2.106, cf. Men.Sam.149.

German (Pape)

[Seite 453] ες, = Vorigem; πλῆθος θησαυροῦ παμμέγεθες, Plat. Legg. XI, 913 d; πρᾶγμα, Xen. Mem. 3, 6, 13; ὄρος, Pol. 5, 59, 4, öfter, u. a. Sp.; auch adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, Aesch. 2, 106 u. Luc. Catapl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παμμεγέθης: -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait grand ; neutre adv. • παμμέγεθες ESCHN fortement.
Étymologie: πᾶν, μέγεθος.

Greek Monolingual

παμμεγέθης, -μέγεθος (ΑΜ)
1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες
πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μεγέθης (< μέγεθος)].

Greek Monotonic

παμμεγέθης: -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παμμεγέθης: чрезвычайно большой, огромный, громадный (πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.

Middle Liddell

παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.]
neut. as adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin.