παροίκησις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dwelling besideornear, neighbourhood, Th.4.92. II = sq., LXX Ge.28.4,al. 2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.
Greek Monotonic
παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
Middle Liddell
παροίκησις, εως, [from παροικέω
a neighbourhood, Thuc.