πέλωρος
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Od. 15.161 (the only example of the fem. in Hom.) :—
A monstrous, prodigious, huge, with collat. notion of terrible, in Hom. much rarer than the form πελώριος, but in Hes. the more common ; δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον Il.12.202 ; χῆνα φ. ὀ. π. Od.l.c. ; π. ὄφιν, δεινόν τε μέγαν τε. Hes. Th.299 ; Γαῖα πελώρη ib.159, 173, Q.S.2.225 ; θάμβος Maiist.55 ; ὡς φοβερός, ὡς π. Ezek. Exag.125 : neut. pl. as Adv., πέλωρα βιβᾷ with gigantic tread, h.Merc. 225, cf. 349 : Sup. πελώριστος Theoc. Ep. 18.5 (fort. πεδωρισταί = Μεθορισταί (Dor. ὦρος = ὅρος), i.e. μέτοικοι).
German (Pape)
[Seite 553] (s. πέλωρ), ungeheuer groß, riesenhaft, gew. mit dem Nebenbegriffe des durch seine Größe Schrecken Erregenden; von einem Drachen, Il. 12, 202; oft bei Hes. γαῖα πελώρη; auch πέλωρα βιβᾷ, er macht ungeheure Schritte, H. h. Merc. 225, vgl. 349; erkl. πελώρης durch εἱμαρμένης.
Greek (Liddell-Scott)
πέλωρος: -η, -ον, ὡσαύτως ο, ον Ὀδ. Ο. 161· (πέλωρ)· - τερατώδης, πελώριος, ὑπερμεγέθης, μετὰ παραλλήλου ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ, τρομερός, παρ’ Ὁμήρῳ πολὺ σπανιώτερον τοῦ τύπου πελώριος, ἀλλὰ παρ’ Ἡσ. ὁ συνηθέστερος· δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον Ἰλ. Μ. 202, 220· αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον Ὀδ. Ο. 161· π. ὄφιν, δεινόν τε μέγαν τε Ἡσ. Θ. 299· Γαῖα πελώρη (ὁ Ὅμηρος δὲν ἔχει θηλ.) αὐτόθι 159, 173, κτλ.· - οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πέλωρα βιβᾷ, βαδίζει βήμασι γιγαντιαίοις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 225.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
d’une grandeur ou d’une grosseur énorme, prodigieux, monstrueux.
Étymologie: πέλωρ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ώρη, -ον και πέλωρος, -ον, Α
1. τεράστιος, τερατώδης, υπερμεγέθης, πελώριος
2. φοβερός, τρομερός
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πέλωρα
γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» ή πιθανότερα < πέλωρον.
Greek Monotonic
πέλωρος: -η, -ον και -ος, -ον (πέλωρ), τερατώδης, πελώριος, τεράστιος, γιγάντιος, με παράλληλη έννοια της απέχθειας προς αυτό, όπως το πελώριος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., πέλωρα βιβᾷ, κάνει πελώρια βήματα, σε Ύμν. στον Ερμή.
Russian (Dvoretsky)
πέλωρος: и 2 Hom., Hes. = πελώριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλωρος -η -ον en -ος -ον [πέλωρον] monsterlijk, geweldig groot.
Middle Liddell
πέλωρος, η, ον πέλωρ
monstrous, prodigious, huge, gigantic, with collat. notion of terrible, like πελώριος, Hom., Hes.:—neut. pl. as adv., πέλωρα βιβᾷ he strides gigantic, Hhymn.