πυρορραγής

From LSJ
Revision as of 00:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρορρᾰγής Medium diacritics: πυρορραγής Low diacritics: πυρορραγής Capitals: ΠΥΡΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: pyrorragḗs Transliteration B: pyrorragēs Transliteration C: pyrorragis Beta Code: purorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A bursting in the fire, Cratin.253.    II of sound, ψοφεῖ λάλον τι καὶ π. cracked, Ar.Ach.933 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, ἴσως πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se fend au feu.
Étymologie: πῦρ, ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, -ές, ΜΑ
αυτός που ράγισε υπό την επίδραση της φωτιάς
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές
(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. -ρράγ-ην, παθ. αορ. β' του ῥήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. ψυχο-ρραγής].

Greek Monotonic

πῠρορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη φωτιά, σπασμένος, ραγισμένος από τη φωτιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρορρᾰγής: треснувший на огне (ἄγγος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρορραγής -ές [πῦρ, ῥήγνυμι] gebarsten in het vuur; overdr. krakend, knetterend:. ψοφεῖ... πυρορραγές hij maakt een knetterend geluid Aristoph. Ach. 933.

Middle Liddell

πῠρορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting in the fire, fire-flawed, cracked, Ar.