στροβίλη

From LSJ
Revision as of 20:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλη Medium diacritics: στροβίλη Low diacritics: στροβίλη Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΗ
Transliteration A: strobílē Transliteration B: strobilē Transliteration C: strovili Beta Code: strobi/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μοτός, ξαντό από λινάρι τυλιγμένος σε σχήμα ωοειδές σαν κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβίλη -ης, ἡ [στρόβος] een gedraaid stuk linnen (rectaal ingebracht voor de behandeling van fistels). Hp.