Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.    2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.    II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.    2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.