σύγκαυσις

From LSJ
Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκαυσις Medium diacritics: σύγκαυσις Low diacritics: σύγκαυσις Capitals: ΣΥΓΚΑΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnkausis Transliteration B: synkausis Transliteration C: sygkafsis Beta Code: su/gkausis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγκαίω)

   A burning, Pl.Ti.83a; baking of horn and pottery, Arist.Aud.802b4; parched state of body, Gal.15.895, Nat.Fac.2.9.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, das Verbrennen, Plat. Tim. 83 a; das zu starke Brennen, Rösten.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαυσις: ἡ, (συγκαίω) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, μάλιστα πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκαυσις -εως, ἡ [συγκαίω] volledige verbranding.

Russian (Dvoretsky)

σύγκαυσις: εως ἡ обжигание, опаливание Plat., Arst.