ἐκκομιδή
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
ἡ,
A removal, Hdt.8.44 ; σίτου IG22.655.12. b purgation, τῶν περιττωμάτων Dsc.4.176, cf.2.103. 2 of a corpse, burial, ἐ. πολυτελής D.H.4.8, cf. AP11.92 (Lucill.), IG12(7).395.27 (Amorgos), IPE12.34.5 (Olbia, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Herausbringen, Heraustragen, zur Rettung, Her. 8, 44; bes. einer Leiche, die Bestattung, D. Hal. 4, 8; Lucill. 56 (XI, 92).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομῐδή: ἡ, τὸ ἐκκομίζειν εἰς μέρος ἀσφαλές, Ἡρόδ. 8. 44. 2) ἐπὶ νεκροῦ, ἐκφορά, ταφή, Λατ. elatio, Διον. Ἁλ. 4.8. Ἀνθ. Π. 11. 92.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d’emporter un corps, convoi funéraire.
Étymologie: ἐκ, κομιδή.
Spanish (DGE)
(ἐκκομῐδή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): -ά IG 5(1).1427.7 (I a.C.)
1 evacuación en contexto bélico τῶν οἰκετέων Hdt.8.44, de excrementos τῶν περιττωμάτων Dsc.2.103, 4.176.2.
2 transporte, conducción, acarreo τοῦ σίτου IG 22.655.12 (III a.C.), τῶν φορτίων Ps.Dicaearch.1.29, τῶν χρημάτων LXX 2Ma.3.7.
3 funeral, cortejo fúnebre gener. previo al sepelio οὔτ' ἐκκομιδῆς οὔτε ταφῆς ἐάσας νομίμου τὸ σῶμα τυχεῖν D.H.4.79, cf. 6.96, τὴν ἐν τοῖς κάλλεσιν ἐκκομιδὴν ἔχει συνκεχωρημένην SEG 28.953.48 (Cízico I d.C.), ἐ. πολυτελής D.H.4.8, cf. 11.27, I.AI 17.196, ἐ. ... βασιλική Charito 1.6.1, cf. Hypat.Fr.p.126.20 (= IEphesos 4135.29 (V d.C.)), ἐφ' οἷς ἡ βουλὴ ἐπαχθῶς ἐνένκασα τὴν μεταλλαγὴν αὐτοῦ ἔκρειναν τὰ προσήκοντα τῇ ἐκκομιδῇ καὶ κηδείᾳ αὐτοῦ IEphesos 614C.14 (I d.C.), cf. IPE 12.34.25 (Olbia I a.C.), δεδόχθαι πανδημὶ τ[ῇ] ἐκκομιδῇ αὐτῆς παρακολουθῆσαι IG 12(7).395.27 (Amorgos, imper.), τὸ δ' ἐγκώμιον ὃ ταῖς ἐκκομιδαῖς τῶν ἐπιφανῶν οἱ προσήκοντες ἐπιτελοῦσιν Plu.Fab.24, cf. Sol.21, AP 11.92 (Lucill.), τόν τε κήρυκα ἀναγορεῦσαι ἐπὶ τῆς ἐκκομιδῆς αὐτοῦ ὅτι ... IPE 12.52.14 (Olbia II/III d.C.), cf. IEphesos 614B.16 (I d.C.), IG 12(5).655.13 (Siro II/III d.C.), incluyendo tb. el sepelio δύο λάρνακας ὡς εἰς ἐκκομιδὴν νεκρῶν I.AI 15.46.
Greek Monolingual
η (AM ἐκκομιδή)
εκφορά νεκρού, κηδεία
αρχ.
1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος
2. αποκόμιση ακαθαρσιών.
Greek Monotonic
ἐκκομῐδή: ἡ, μεταφορά, κουβάλημα προς τα έξω, σε Ηρόδ.· λέγεται για νεκρό, ταφή, εκφορά, ενταφιασμός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκομῐδή: ἡ
1) вывоз: πρὸς ἐκκομιδὴν τραπέσθαι τῶν οἰκετέων Her. начать вывозить свои семьи (в безопасное место);
2) вынос тела, похороны Anth.
Middle Liddell
ἐκκομῐδή, ἡ,
a carrying out, Hdt.: of a corpse, burial, Anth. [from ἐκκομίζω