ἀγάννιφος
English (LSJ)
ον,
A much snowed on, snow-capped, snowcapped, Ὄλυμπος Il.1.420; ἄκρα Epich.130.
German (Pape)
[Seite 9] Ὄλυμπος, Hom. Il. 1, 420. 18, 186, sehr beschneit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάννῐφος: -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, Ὄλυμπος, Ἰλ. Α, 420.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de neiges abondantes.
Étymologie: ἄγαν, νίφω.
English (Autenrieth)
([σ]νίφω): snowy, snowcapped, epith. of Mt. Olympus. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀγάννῐφος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
muy nevado, cubierto de nieve Ὄλυμπος Il.1.420, 18.186, Hes.Fr.229.6, 15, h.Merc.325, 505, Γάργαρα Epich.128.
• Etimología: La doble -νν- es un eolismo; término formado a partir de ἄγα- + *snigu̯h-.
Greek Monotonic
ἀγάννῐφος: -ον (νίφω), καλυμμένος από πολύ χιόνι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάννῐφος: обильно покрытый снегом, весь в снегу (Ὄλυμπος Hom.).
Middle Liddell
νίφω
much snowed on, snowcapped, snow-capped, covered with snow, Il.