παράμερος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.
Greek Monotonic
παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.
Russian (Dvoretsky)
παράμερος: дор. = παρήμερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρᾱ́μερος -ον [παρά, ἡμέρα] Dor., dagelijks.