παρορώ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
Greek Monolingual
(I)
παρορῶ, -άω, ΝΜΑ
1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω
2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν το υπολογίζω, δεν το θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ)
3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ, τοὺς δὲ παρορᾷ», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
κλείνω τα μάτια σε κάτι, κάνω στραβά μάτια, κάνω πως δεν βλέπω
αρχ.
1. παραχωρώ, επιτρέπω σε κάποιον κάτι
2. βλέπω άλλα αντ' άλλων, νομίζω ότι είδα κάτι ενώ είδα άλλο πράγμα («ὅσα τε παρακούειν ἤ παρορᾱν ἤ τι ἄλλο παραισθάνεσθαι λέγεται», Πλάτ.)
3. κοιτάζω προς τα πλάγια («ὥστ' εἰς τὸ πλάγιον παρορᾱν ἤ εἰς τὸ πρόσθεν», Αριστοτ.).
(II)
-έω, Α
βρίσκομαι δίπλα, συνορεύω («ἡ παροροῦσα χώρα τῷ ίερῷ», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ορῶ (< -ορος < ὅρος), πρβλ. ομ-ορώ].