ἁλίρραντος

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρραντος Medium diacritics: ἁλίρραντος Low diacritics: αλίρραντος Capitals: ΑΛΙΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: halírrantos Transliteration B: halirrantos Transliteration C: alirrantos Beta Code: a(li/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω)

   A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui baigne de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥαίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 salpicado por el mar, ἀκτή Choeril.21.1, θίς AP 14.72, ἀκτά Lyr.Adesp.477.1.2S., cf. SHell.991.55.
2 que salpica con sus olas πόντος AP 9.333 (Mnasalc.).

Greek Monolingual

ἁλίρραντος, -ον (Α)
αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»].

Greek Monotonic

ἁλίρραντος: -ον (ἅλς, ῥαίνω), αυτός που ραντίζεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρραντος:
1) омываемый морскими волнами (ἀκτή Anth.);
2) омывающий своими волнами, плещущийся (πόντος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ῥαίνω
sea-surging, Anth.