καταθρηνέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A bewail, E.El.1326 (anap.), prob. in Phld.Mort.24: c. acc., τὴν Ἀλεξάνδρου τελευτήν D.S.17.118; ἀποθνῄσκοντας Plu.2.1103a; ἑαυτούς App.Pun.81.
German (Pape)
[Seite 1349] beklagen, beweinen; ἐπὶ τύμβῳ Eur. El. 1326; τινά, D. Sic. 17, 118; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταθρηνέω: ἐπιτεταμ. τοῦ θρηνῶ, κλαίω, Εὐρ. Ἠλ. 1326· μετ’ αἰτ., Διόδ. 17. 118, Ἀππ. Καρχηδ. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pleurer sur, déplorer.
Étymologie: κατά, θρηνέω.
Greek Monotonic
καταθρηνέω: μέλ. -ήσω, κλαίω, μοιρολογώ, θρηνώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταθρηνέω:
1) плакать (ἐπὶ τύμβῳ Eur.);
2) оплакивать (τὴν τελευτήν τινος Diod.; ἀποθνήσκοντας Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θρηνέω bejammeren, bewenen.