κατειλύω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
A cover up, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8.
German (Pape)
[Seite 1394] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; ὄρος πέτριον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλύω: καλύπτω, κρύπτω, περιτυλίσσω, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.
Étymologie: κατά, εἰλύω.
Greek Monolingual
κατειλύω (Α)
περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλύω «περιτυλίγω»].
Greek Monotonic
κατειλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], καλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατειλύω: обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): οὖρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.
Middle Liddell
fut. ύσω
to cover up, Il.: Pass., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. part.) Hdt.