ἀνηκουστέω
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
A to be unwilling to hear, disobey, c. gen., οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησε Il.15.236; τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40; τῶν νόμων Th.1.84: c. dat., ἀ. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14: also abs., 1.115, Aen.Tact.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηκουστέω: μέλλ. -ήσω, δὲν θέλω νὰ ἀκούσω, παρακούω, μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: ὡσαύτως ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον νηκουστέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. ou dat..
Étymologie: ἀνήκουστος.
English (Autenrieth)
(ἀνήκουστος, ἀκούω): be disobedient, w. genitive. Cf. νηκουστέω. (Il.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]
no prestar oído a, desobedecer c. gen. οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων Il.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3
•c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14
•abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.
Greek Monotonic
ἀνηκουστέω: μέλ. -ήσω, είμαι απρόθυμος να υπακούσω, απειθώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκουστέω: не слушаться, не повиноваться (τινος Hom., Aesch., Thuc. и τινι Her.).
Middle Liddell
[from ἀνήκουστος
to be unwilling to hear, to disobey, c. gen., Il., Aesch., Thuc.; c. dat., Hdt.; absol., Hdt.