ἄχολος

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχολος Medium diacritics: ἄχολος Low diacritics: άχολος Capitals: ΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: ácholos Transliteration B: acholos Transliteration C: acholos Beta Code: a)/xolos

English (LSJ)

ον,

   A lacking gall, Hp.Prorrh.1.98; lacking a gall-bladder, ἧπαρ ἄ. Arist.HA506b2; τὰ μώνυχα ἄ. Id.PA677a33; deficient in bile (with allusion to signf. 2), Plot.4.4.28.    2 metaph., πόλιος τᾶς ἀχόλω Alc.37A, cf. Plu.Daed.2.    II Act., allaying bile or anger, φάρμακον . . νηπενθές τ' ἄχολόν τε Od.4.221.

German (Pape)

[Seite 419] ohne Galle, Arist. H. A. 2, 15; bei Hippocr. dem χολώδης entgeggstzt; φάρμακον, zornstillendes Mittel, Od. 4, 221.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχολος: -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· ἧπαρ ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 (ἔνθα ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, φάρμακον... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, ἄκοπος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui calme la bile, càd la colère.
Étymologie: ἀ, χόλος.

English (Autenrieth)

without wrath; νηπενθές τ' ἄχολόν τε, ‘cure for grief and gall,’ Od. 4.221†.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [lesb. gen. sg. ἀχόλω Alc.348]
1 de naturaleza no biliosa en términos puramente fisiológicos, de individuos, Hp.Coac.539, διαχώρησις Hp.Epid.4.15, cf. 2.3.1, Prorrh.1.98, Gal.16.720, Aret.SD 1.16.5
de anim. que carece de bilis o vesícula biliar Arist.PA 677a33, en los elefantes ἧπαρ Arist.HA 506b2, πρόβατα ἄχολα frente a δίχολα Ael.NA 11.29, de un atún ἄστομος δὲ καὶ ἄ. Xenocr.8
en sent. temperamental no bilioso, no colérico de una ciu. tiranizada πόλις ἄ. una ciudad sin agallas Alc.l.c., οἱ ἄχολοι Plot.4.4.28, ἄχολον ... τὴν γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς εἶναι συμβίωσιν que sea pacífica la convivencia entre hombre y mujer Plu.Fr.157.2.
2 que inhibe la bilis, e.e., que aplaca la cólera φάρμακον Od.4.221, cf. Thphr.HP 9.15.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄχολος, -ον) χόλος
1. αυτός που δεν έχει χολή
2. όποιος δεν οργίζεται εύκολα, πράος, ήρεμος
νεοελλ.
άκακος, αθώος («άχολο περιστέρι»)
αρχ.
1. εκείνος που εμποδίζει την υπερβολική έκκριση χολής
2. αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («φάρμακον.... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).

Greek Monotonic

ἄχολος: -ον, αυτός που καταπραΰνει τη χολή ή την οργή, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχολος:
1) не имеющий желчи (ἧπαρ Arst.);
2) разгоняющий желчь, т. е. успокоительный (φάρμακον Hom.);
3) кроткий (sc. ζῷα Arst.).

Middle Liddell

allaying bile or anger, Od.