Δωρικός
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ή, όν, Doric, Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. -ώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. -
A κῶς Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. -ώτερον A.D.Synt. 159.16.
Greek (Liddell-Scott)
Δωρικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 8. 43, Τραγ., κτλ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. Δωριακός, ποιητ. ἀντὶ Δωρικός, Θουκ. 2. 54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.
Spanish (DGE)
(Δωρῐκός) -ή, -όν
I 1dórico, dorio del pueblo ἔθνος Hdt.7.99, 8.43, Scymn.Fr.25, γένος Hdt.1.56
•del territorio χῶροι Hdt.7.102, τῶν ... τὰς Δωρικὰς πόλεις κτισάντων Isoc.Ep.9.3, cf. Ephor.231, Scymn.291, 629, Ἄργος S.OC 1301, τετράπολις Str.9.3.1, St.Byz.s.u. Ἀκύφας, ἀποικία Scymn.262
•de pers. ἀνήρ AP 7.231 (Damag.), Σικελίας σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός Archimel.SHell.202.17
•ref. la lengua ὄνομα Pl.Cra.409a, ῥῆμα EM α 1537, διάλεκτος Iambl.VP 242, 243, EM 391.14G., cf. Hdn.Gr.2.57, πρόθεσις Sch.Theoc.1.2e
•neutr. plu. subst. τὰ Δωρικά (ῥήματα) las formas verbales dorias A.D.Synt.213.15, ἄλλα τινὰ Δωρικά Choerob.in Theod.123.11
•rel. las instituciones νόμιμα Th.6.4, ἀριστοκρατία Plu.Arat.2
•de cosas πέπλοι A.Pers.183, ἄρτος Theoc.24.138, προσκεφάλαια Ath.255e
•mús. Δ. ἁρμονία modo dorio Sch.Pi.O.1.26c
•en arq. de estilo dórico τρίγλυφοι E.Or.1372, τὸ ἐπίκρανον IG 22.1665.21, cf. 1666A.55 (ambas IV a.C.), ID 500A.15 (III a.C.), κίων Poll.7.121.
2 neutr. subst. τὸ Δ. el pueblo dorio, la estirpe doria Paus.2.13.1, 10.8.2, Str.8.1.2.
II adv. -ῶς en dialecto dorio τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δ. εἰρήκασιν Ath.367a, cf. Philist.63, Apollon.Lex.s.uu. ἁμάς, τύνη, Hdn.Gr.1.252, Porph.ad Il.9.378, St.Byz.s.u. Μῆλος, op. Αἰολικῶς S.E.M.1.78, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.
Greek Monotonic
Δωρικός: -ή, -όν, Δωρικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Δωρικός: дорический, дорийский Trag., Her., Thuc., Plat. etc.
Middle Liddell
Doric, Hdt., Trag., etc.