εὐηθικός

From LSJ
Revision as of 11:40, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηθικός Medium diacritics: εὐηθικός Low diacritics: ευηθικός Capitals: ΕΥΗΘΙΚΟΣ
Transliteration A: euēthikós Transliteration B: euēthikos Transliteration C: evithikos Beta Code: eu)hqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like an εὐήθης, goodnatured, ironically, Pl.R.343c, Chrm.175c.    2 simple, foolish, εὐηθικώτερόν ἐστι ἢ ὥστεArist.Ph.218b8, cf. Iamb.Myst.3.17. Adv. -κῶς Ar.Nu.1258, Arist. GA757a2; εὐ. ἔχειν Pl.Hp.Ma.301d.

German (Pape)

[Seite 1066] ή, όν, dem εὐήθης eigen, gutmüthig, treuherzig, ἄρχει τῶν ὡς ἀληθῶς εὐηθικῶν τε καὶ δικαίων Plat. Rep. I, 343 c, der leicht nachgiebt, im Ggstz von σκληρός, Charm. 175 d; tadelnd, einfältig, Sp.; so auch adv., Ar. Nubb. 1258; ἔχειν Plat. Hipp. mai. 301 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηθικός: -ή, -όν, ὡς εὐήθης, ἔχων καλὸν ἦθος, μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) ἀνόητος, μωρός, εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient à un homme simple, simple, honnête.
Étymologie: εὐήθης.

Greek Monolingual

εὐηθικός, -ή, -όν (ΑΜ) ευήθης
1. ευήθης, με καλό ήθος, καλό χαρακτήρα
2. υπερβολικά αφελής, χαζός.
επίρρ...
εὐηθικῶς
ανόητα, χαζά.

Greek Monotonic

εὐηθικός: -ή, -όν (εὐήθης), αυτός που έχει καλή φύση, ποιότητα ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐηθικός: Plat., Arst. = εὐήθης.

Middle Liddell

εὐηθικός, ή, όν εὐήθης
good-natured, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.