ἠπιόθυμος
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ον,
A gentle of mood, APl.4.65, Orph.H.59.15.
German (Pape)
[Seite 1174] sanftmüthig, Ep. (Plan. 65) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόθῡμος: -ον, πρᾷος τὴν διάθεσιν, Ἀνθ. Πλαν. 65, Ὀρφ. Ὕμν. 58. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un caractère doux.
Étymologie: ἤπιος, θυμός.
Greek Monolingual
ἠπιόθυμος, -ον (Α)
ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ-θυμος].
Greek Monotonic
ἠπιόθῡμος: -ον, πράος ως προς τη διάθεση, φιλήσυχος, σε Ανθ.