καταιωρέομαι

From LSJ
Revision as of 21:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιωρέομαι Medium diacritics: καταιωρέομαι Low diacritics: καταιωρέομαι Capitals: ΚΑΤΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kataiōréomai Transliteration B: kataiōreomai Transliteration C: kataioreomai Beta Code: kataiwre/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.

German (Pape)

[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pendant, flotter.
Étymologie: κατά, αἰωρέω.

Greek Monotonic

καταιωρέομαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

καταιωρέομαι: свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.).

Middle Liddell


Pass. to hang down, κατῃωρεῦντο (ionic imperf.) Hes.