συμπρεσβεύω

From LSJ
Revision as of 18:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβεύω Medium diacritics: συμπρεσβεύω Low diacritics: συμπρεσβεύω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΩ
Transliteration A: sympresbeúō Transliteration B: sympresbeuō Transliteration C: sympresveyo Beta Code: sumpresbeu/w

English (LSJ)

   A to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, D.19.189, Aeschin.2.169, IG22.844.15, OGI333.12 (ii B.C.):—Med., join in sending an embassy, Th.3.92, 5.44.

German (Pape)

[Seite 990] Mitgesandter sein, mit bei einer Gesandtschaft sein, οὐδὲ συμπεπρεσβευκέναι φημί σοι Dem. 19, 189, u. A. – Im med., Thuc. 3, 92. 5, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβεύω: ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς συμπρεσβευτής, εἶμαι συμπρεσβευτής, Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., συναποστέλλω πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.

French (Bailly abrégé)

être ambassadeur ensemble ou avec;
Moy. συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.
Étymologie: σύν, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβεύω: μέλ. -σω, αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι πρεσβευτής από κοινού, συμπρεσβευτής, σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., συμμετέχω στην αποστολή μιας πρεσβείας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβεύω: тж. med. быть членом посольства, участвовать в посольстве: σ. τινι Thuc., Aeschin., Dem. вместе с кем-л. отправляться с посольством.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβεύω Att. ook ξυμπρεσβεύω [σύν, πρεσβεύω] act. samen (met...) gezant zijn, aan een gezantschap deelnemen, met dat. med. samen (met...) als gezant optreden, mede als gezant optreden; samen een gezantschap sturen, meedoen aan het sturen van het gezantschap.

Middle Liddell

fut. σω
to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, Dem., Aeschin.: Mid. to join in sending an embassy, Thuc.