τριηρικός

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηρικός Medium diacritics: τριηρικός Low diacritics: τριηρικός Capitals: ΤΡΙΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: triērikós Transliteration B: triērikos Transliteration C: triirikos Beta Code: trihriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = τριηριτικός, σκεύη D.47.19; λιμήν Str.14.2.15, cj. in 13.2.2; αὐλεῖν τὸ τ. (sc. μέλος) Ath.12.535d; but τὸ τ. the class which serves in a trireme, Arist. Pol.1291b23.

Greek (Liddell-Scott)

τριηρικός: -ή, -όν, τριηριτικός, σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. μέλος) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ πλήρωμα, οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de trière;
subst. τὸ τριηρικόν :
1 chant des rameurs;
2 équipage d’une navire.
Étymologie: τριήρης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τριήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τοῡτον ὀφείλοντα τῇ πόλει σκεύη τριηρικά», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριηρικόν
το πλήρωμα τριήρους.

Greek Monotonic

τριηρικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τριηρικός: предназначенный для триеры, корабельный (σκευή Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηρικός -ή -όν [τριήρης] tot de triëre behorend; subst. τὸ τριηρικόν: de roeibemanning op de oorlogsschepen. Aristot. Pol. 1291b23.

Middle Liddell

τριηρικός, ή, όν [from τριήρης
of or for a trireme, Dem.