ὑμνοθέτης

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοθέτης Medium diacritics: ὑμνοθέτης Low diacritics: υμνοθέτης Capitals: ΥΜΝΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: hymnothétēs Transliteration B: hymnothetēs Transliteration C: ymnothetis Beta Code: u(mnoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A composer of hymns, lyric poet, Theoc. Ep.11, AP7.428.16 (Mel.), 12.257 (Id.); ὑ. στέφανος a garland of minstrelsy, ib.4.1.2, cf. 44 (Id.):—also ὑμνο-θετήρ, ῆρος, ὁ, EM177.25.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, der Hymnen zusammensetzt, Hymnendichter; Mel. 1, 44 (IV, 1). 123. 129 (VII, 429. XII, 257); Hesych. erkl. ποιητής.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθεὶς ὕμνους, λυρικὸς ποιητής, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11, Ἀνθ. Π. 7. 428, 16., 12. 257· ὑμν. στέφανος, στέφανος ποιητικός, ὁ αὐτ. 4. 1, 2, πρβλ. 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 poète d’hymnes;
2 adj. couronné de chants.
Étymologie: ὕμνος, τίθημι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. λυρικός ποιητής, συνθέτης ύμνων
2. φρ. «στέφανος ὑμνοθέτης» — στεφάνι ραψωδού (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θέτης (< τίθημι) πρβλ. ἀθλο-θέτης.

Greek Monotonic

ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, συνθέτης ύμνων, λυρικός ποιητής, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοθέτης: ου ὁ слагатель гимнов, песнопевец Theocr., Anth.
состоящий из гимнов (στέφανος Anth.).

Middle Liddell

ὑμνο-θέτης, ου, ὁ,
a composer of hymns, a lyric poet, Theocr., Anth.