φιλαναγνώστης

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλαναγνώστης Medium diacritics: φιλαναγνώστης Low diacritics: φιλαναγνώστης Capitals: ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: philanagnṓstēs Transliteration B: philanagnōstēs Transliteration C: filanagnostis Beta Code: filanagnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰναγνώστης, ου, ὁ,
fond of reading, Plut.