φαρμακίς

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκίς Medium diacritics: φαρμακίς Low diacritics: φαρμακίς Capitals: ΦΑΡΜΑΚΙΣ
Transliteration A: pharmakís Transliteration B: pharmakis Transliteration C: farmakis Beta Code: farmaki/s

English (LSJ)

ίδος, fem. of φαρμακεύς,

   A sorceress, witch, D.25.79, Arist.HA577a13, A. R.4.53:— as Adj., γυνὴ φ. Ar.Nu.749; irreg. Sup., φαρμακιστόταται γυναικῶν J.AJ17.4.1, cf. Suid. s.v. Μήδεια.    II fem. Adj., poisonous, venomous, σαύρα Nic.Al.538.

German (Pape)

[Seite 1256] ίδος, ἡ, fem. zu φαρμακεύς, 1) Zaubrerinn, Giftmischerinn; γυνή Ar. Nubb. 739; Dem. 25, 79; Ep. ad. 113 (V, 205) u. a. sp. D. – 2) als fem. adj. giftig, Nic. Al. 551.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, Λατ. venefica, Ἀριστοφ. Νεφ. 749, Δημ. 793. 27, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 18· πρβλ. φαρμάκεια, φαρμακείᾱ 2. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ., δηλητηριώδης, ἰοβόλος, σαύρα Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui manie du poison ; ἡ φαρμακίς magicienne, sorcière.
Étymologie: φάρμακον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μάγισσα
2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου»
β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀνθρακ-ίς)].

Greek Monotonic

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, γητεύτρια, Λατ. venefica, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκίς: ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.

Middle Liddell

φαρμᾰκίς, ίδος, [fem. of φαρμακεύς
a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.