λίτρον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ῐ by nature], τό, older form for νίτρον, Hp.Epid.2.6.9 and 29, Hdt.2.86,87, Ar.Fr.320.1, Pl.Ti.60d, 65d (pl.), Thphr.HP3.7.6, Alex. 1, dub. l. in Pl.Com.69.3. II = λίτρα 111, PFay.331 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 54] τό, altatt. = νίτρον, Alexis bei D. L. 3, 27; auch Her. 2, 86. 87. Bei Plat. Tim. 60 d schwankt die Lesart. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 305.
Greek (Liddell-Scott)
λίτρον: τό, ἀρχαιότερον ἀντὶ τοῦ νίτρον, Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ. 60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ion. et anc. att. c. νίτρον.
Greek Monolingual
λίτρον, τὸ (Α)
1. (αρχ. τ.) νίτρον
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή του ν προ του τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. του λίτρα (η)].
Greek Monotonic
λίτρον: τό, αρχ. τύπος αντί νίτρον, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λίτρον: τό Her., Plat. = νίτρον.