μείδημα
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
ατος, τό,
A smile, Hes.Th.205 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.
Greek Monolingual
μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.
Greek Monotonic
μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.