νώνυμνος

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώνυμνος Medium diacritics: νώνυμνος Low diacritics: νώνυμνος Capitals: ΝΩΝΥΜΝΟΣ
Transliteration A: nṓnymnos Transliteration B: nōnymnos Transliteration C: nonymnos Beta Code: nw/numnos

English (LSJ)

v. νώνυμος.

German (Pape)

[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.

Greek (Liddell-Scott)

νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.

English (Slater)

νώνυμνος
   1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)

Greek Monolingual

νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμοςδίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

νώνυμνος: -ον, Επικ. αντί νώνῠμος· χρησιμ. όταν η παραλήγουσα αναγκαστικά πρέπει να είναι μακρά, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νώνυμνος: Hom., Hes., Pind. = νώνυμος.

Middle Liddell

νώνυμνος, ον, [epic for νώνῠμος, used when the penult. is to be long, Hom., Hes.]