ὄρνιος
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.
Greek Monolingual
ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].
Greek Monotonic
ὄρνιος: ποιητ. αντί ὀρνίθειος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρνιος: Anth. = ὀρνίθειος.
Middle Liddell
poet. for ὀρνίθειος, Anth.]