περισφύριος

From LSJ
Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισφύριος Medium diacritics: περισφύριος Low diacritics: περισφύριος Capitals: ΠΕΡΙΣΦΥΡΙΟΣ
Transliteration A: perisphýrios Transliteration B: perisphyrios Transliteration C: perisfyrios Beta Code: perisfu/rios

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A round the ankle, δράκων AP6.207.7 (Arch.).    II Subst. περισφύριον, τό, anklet, Hdt.4.176, AP6.172, S.E. P.3.201.

German (Pape)

[Seite 595] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, δράκων, Archi. 5 (VI, 207).

Greek (Liddell-Scott)

περισφύριος: [ῠ], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, δράκων Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, κόσμημα γυναικεῖον περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville ou de la chaussure des femmes.
Étymologie: περί, σφύρα.

Greek Monolingual

-α, -ο / περισφύριος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν)
γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή δέρμα που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται κυρίως από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν + κατάλ. -ιος (πρβλ. επι-σφύριος, παρα-σφύριος)].

Greek Monotonic

περισφύριος: [ῠ], -ον (σφῠρόν),
I. αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.
II. ως ουσ. περισφύριον, τό, βραχιόλι γύρω από τον αστράγαλο, βραχιόλι ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περισφύριος: (ῠ) обвивающий (в виде украшения) лодыжку (δράκων Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.

Middle Liddell

περισφύ˘ριος, ον, [σφῠρόν]
I. round the ankle, Anth.
II. as Subst.