κάτεργος
English (LSJ)
ον,
A worked, cultivated, χώρα Thphr.CP5.14.5. II κάτεργον, τό, wages, PHib.1.119 (iii B.C.), PRev.Laws45.8 (iii B.C.), PCair.Zen.472.6 (iii B.C.), etc.; labour-costs, τὸ εἰς τὴν πλίνθον κ. γεινόμενον PSI4.365.4 (iii B.C.), cf. PLille1.50 (iii B.C.); εἰς κ. τῆς σκηνῆς for the service of the tabernacle, LXX Ex.30.16; εἰς πάντα τὰ κ. αὐτῆς ib.35.21.
German (Pape)
[Seite 1397] bearbeitet, bes. vom Lande, bestellt, Theophr.; τὸ κάτεργον, das Werk, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κάτεργος: -ον, κατειργασμένος, κεκαλλιεργημένος, χώρα πᾶσα κάτεργος γέγονεν (ἀνθ’ οὖ ὀλίγῳ πρότερον εἶπε: διὰ τὸ κατειργάσθαι τὴν χώραν, ἀντιθέτων τῷ κατέργῳ χώρᾳ τὴν ἀργὸν) Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 5. ΙΙ. κάτεργον, τό, ἔργον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Λ΄, 16, ΛΕ΄, 21)· πλοῖον ἐν ᾧ καταναγκαστικῶς εἰργάζοντο οἱ κατάδικοι, Βυζ.
Greek Monolingual
-ο (AM κάτεργος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο
i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων
ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο
β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» — βαριά ποινή πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε κωπηλασία κατέργου
ii) «άνθρωπος τών κατέργων» — κακοποιός, εγκληματίας
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κάτεργο(ν)
είδος μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή τρεις σειρές κουπιών, στο οποίο συχνά δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοι
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κάτεργον
υπηρεσία
αρχ.
1. κατεργασμένος, επεξεργασμένος
2. (για γη) ο καλλιεργημένος («χώρα πᾱσα κάτεργος γέγονεν», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη λατρεία («λήψῃ τὸ ἀργύριον εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου», ΠΔ)
β) θρησκευτική υπηρεσία, ιερό λειτούργημα («οὐδενὶ πρέπον, ἐν προσευχῇ πάρεργον, μᾱλλον δὲ κάτεργον», Ιω. Κλίμ.)
β) πάπ. τιμή ή δαπάνη για εργασία ή κατεργασία
γ) αμοιβή εργάτη, μισθός, ημερομίσθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. άν-εργος, πάρ-εργος].