κεράμιος

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμιος Medium diacritics: κεράμιος Low diacritics: κεράμιος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΟΣ
Transliteration A: kerámios Transliteration B: keramios Transliteration C: keramios Beta Code: kera/mios

English (LSJ)

ὁ,

   A = κεραμεύς, CIG5021, 5028 (Nubia).    II v. κεραμεοῦς.

German (Pape)

[Seite 1420] = κεράμειος, irden, thönern; πλίνθοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμιος: ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10.

Greek Monolingual

-α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) κέραμος
1. κεράμειος.
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)
αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κεράμιος
ο κεραμέας
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιον
νεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κεράμιος: Xen. v. l. = κεράμινος.