Ἑλλησποντιάς
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj.
A of the Hellespont, θάλασσα Archestr.Fr.35.14B.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντιάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθ., ἡ τοῦ Ἑλλησπόντου, τηλοῦ θαλάσσης Ἑλλησποντιάδος Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 278D· - Ἑλλησποντίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 446.
Spanish (DGE)
-άδος
helespontíade, del Helesponto θάλασσα Archestr.SHell.166.14.
Greek Monolingual
ἑλλησποντίας και ιων. τ. ἑλλησποντίης, ο (Α)
1. άνεμος που πνέει από τον Ελλήσποντο
2. καικίας, βορειοανατολικός άνεμος.