μνημοσύνη
English (LSJ)
Dor. and Aeol. μνᾱμοσύνα, ἡ,
A remembrance, memory, μ. τις ἔπειτα πυρὸς… γενέσθω let us be mindful of fire, Il.8.181; οὐ μ. σέθεν ἔσσετ' Sapph.68; μ. ἀνεγείρειν Pi.O.8.74; μ. καὶ τόνος ἀμφ' ἀρετῆς Xenoph.1.20, cf. Critias 6.12 D.:—in Att. only as pr.n. II as pr. n. Mnemosyne, mother of the Muses, h.Merc.429, Hes.Th.54, E.HF679 (lyr.), Pl.Tht.191d, BCH50.403 (Thespiae); M. Διὸς εὐνέτις, ἣ τέκε Μούσας Epigr.Gr.789; cf. Μναμόνα, Μνημώ.
German (Pape)
[Seite 194] ἡ, Eingedenksein, Erinnerung; μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς γενέσθω, Il. 8, 181, laßt uns an das Feuer denken; μναμοσύναν ἀνεγείροντα, Pind. Ol. 8, 97, wie wir sagen »das Gedächtniß auffrischen«; κελαδῶ μναμοσύναν, Eur. Herc. Fur. 679. – In Prosa nur bei Sp., wie Luc. salt. 36.
Greek (Liddell-Scott)
μνημοσύνη: Δωρικ. μνᾱμοσύνα, ἡ, μνήμη, ἐνθύμησις, μν. τις ἔπειτα πυρός... γενέσθω (ἀντὶ τοῦ: μεμνώμεθα πυρός), ἂς ἐνθυμώμεθα τὸ πῦρ, Ἰλ. Θ. 181· μν. τινὸς ἀνεγείρειν Πινδ. Ο. 8, 97· - παρ’ Ἀττ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ἐπειδὴ μνήμη εἶναι ὁ κοινὸς τύπος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Μνημοσύνη, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 429, Ἡσ. Θεογ. 54, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 679, Πλάτ. Θεαίτ. 191D· μν. Διὸς εὐνέτις ἣ τέκε Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2037· διότι πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς γραφῆς μνήμη ἦτο τοῦ ποιητοῦ ἡ ἀρετὴ (μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ’ ἐργάτιν Αἰσχύλ. Πρ. 461)· ὅθεν κατά τινα παράδοσιν παρὰ Παυσ. 9. 29, 2, αἱ τρεῖς πρῶται Μοῦσαι ἐν Βοιωτίᾳ ἐκαλοῦντο: Μνήμη, Ἀοιδή, καὶ Μελέτη· - Δωρ. τις τύπος Μνᾱμόνα ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1248· - καὶ Μνημώ, οῦς, Ὀρφ. παρ. Ὀλυμπιοδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. σ. 268, ἐξ εἰκασίας τοῦ Gesner.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mémoire, souvenir.
Étymologie: μνήμων.
English (Autenrieth)
(μνήμων): remembrance, w. γενέσθω, a periphr. for a pass. of μέμνημαι, Il. 8.181†.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνημοσύνη, Α δωρ. τ. μναμοσύνα, Μ και ἐμνημοσύνη)
1. μνήμη, ενθύμηση, ανάμνηση
2. ως κύριο όν. ή Μνημοσύνη
η μητέρα τών Μουσών (α. «πολυτέκνου θεάς, ώ Μνημοσύνης θρέμματα πτερωτά», Κάλβ.
β. «τῆς τῶν Μουσῶν μητρὸς Μνημοσύνης», Πλάτ.)
μσν.
δέηση για την ψυχή νεκρού, μνημόσυνο.
Greek Monotonic
μνημοσύνη: Δωρ. μνᾱμοσύνα, ἡ,
I. ανάμνηση, ενθύμηση, μνήμη, μνημοσύνη πυρὸς γενέσθω, ας θυμηθούμε την πυρκαγιά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως κύριο όνομα, η Μνημοσύνη, η μητέρα των Μουσών, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μνημοσύνη: дор. μνᾱμοσύνα (ῠ) ἡ память, воспоминание (μναμοσύναν φράσαι τινός Pind.): μ. τις πυρὸς γενέσθω Hom. пусть не забудут (= не забудьте) приготовить факелы (для сожжения ахейских кораблей).
Middle Liddell
μνημοσύνη, δοριξ μνᾱμοσύνα, ἡ,
I. remembrance, memory, μνημοσύνη πυρὸς γενέσθω let us be mindful of the fire, Il.
II. as prop. n. Mnemosyne, mother of the Muses, Hhymn., Hes., etc.