σκηνίπτω

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνίπτω Medium diacritics: σκηνίπτω Low diacritics: σκηνίπτω Capitals: ΣΚΗΝΙΠΤΩ
Transliteration A: skēníptō Transliteration B: skēniptō Transliteration C: skinipto Beta Code: skhni/ptw

English (LSJ)

= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.

German (Pape)

[Seite 895] = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίπτω: παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. διαφθείρω· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. διασκηνίπτω, ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν
σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: only ἐσκήνιψε διέφθειρε, διεσκέδασεν and διασκηνῖψαι διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη H.; to this γαίῃ ... διεσκήνιψε shattered to the floor (Nic. Th. 193).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular expressive contamination of σκήπτω and the words discussed s. κνίψ, esp. κνιπεῖν σείειν and σκνίπτειν νύσσειν H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. σκηρίπτομαι.

Frisk Etymology German

σκηνίπτω: {skēníptō}
Grammar: v.
Meaning: nur ἐσκήνιψε· διέφθειρε, διεσκέδασεν und διασκηνῖψαι· διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δὲ διεσωματίσθη H.; dazu γαίῃ ... διεσκήνιψε zerschmetterte gegen den Boden (Nik. Th. 193).
Etymology : Volkstümlichexpressive Kontamination von σκήπτω und den s. κνίψ besprochenen Wörtern, bes. κνιπεῖν· σείειν und σκνίπτειν· νύσσειν H.; vgl. Kretschmer Glotta 24, 87 (gegen Specht KZ 61, 142 ff.). — Vgl. σκηρίπτομαι.
Page 2,728