φαινόλης

From LSJ
Revision as of 18:58, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλης: -ου, ὁ, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Λατιν. paenula (Tertull. de Orat. 12), βαρὺ ἐπανωφόριον, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 61, Ἀθήν. 97Ε. Ἀρτεμιδ. Ὀνειροκρ. 2. 3, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 13 (ἔνθαμνεία βιβλίων καὶ μεμβρανῶν ἤγαγόν τινας εἰς τὴν ἡμαρτημένην ἑρμηνείαν διὰ τοῦ γλωσσόκομον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ., Ζωναρ., κλπ.)· ― συχνάκις φέρεται κατὰ μετάθεσιν τοῦ ν καὶ λ φαιλόνης ἢ φελόνης, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου· οὕτω καὶ τὸ ὑποκορ. φαινόλιον, τό, παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ. φέρεται φαιλόνιον καὶ φελόνιον, ὅπερ φοροῦσιν οἱ ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱερουργίαις, Ψευδοχρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3988, Κωνστ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 374, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de casaque ou de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.
Étymologie: cf. lat. paenula.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α
χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης, σκωπτ-όλης). Δυσερμήνευτη παραμένει η σύνδεση της λ. με το ρ. φαίνω, σε αντιδιαστολή προς το θηλ. φαινόλις, του οποίου η ένταξη στην οικογένεια του φαίνω δεν γεννά σημασιολογικά προβλήματα. Από τον τ. φαινόλης προήλθε, με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ο τ. φαιλόνης, από όπου και ο τ. φαιλόνι(ον), που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική].

Greek Monotonic

φαινόλης: -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. paenula, βαρύ ένδυμα που φοριέται πάνω από τα ρούχα, μανδύας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φαινόλης: ου ὁ (лат. paenula) фелонь (род плаща) NT.

Middle Liddell

φαινόλης, ου, ὁ,
formed from the Lat. paenula, a thick upper garment, a cloak, NTest.

Frisk Etymology German

φαινόλης: {phainólēs}
Forms: dor. φαινόλα (Rhinth.); auch φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα (Edict. Diocl.; aus lat. pae-nula);
Grammar: m. (Pap. seit Ip, Arr., Ath. u. a.),
Meaning: dickes Oberkleid, Mantel; ngr. φαιλόνι (φελ-). Näheres bei Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.
Derivative: Demin. φαινόλιον n. (Pap. IIp). Daneben mit Metathese (im Anschluß an die Gerätenamen auf -όνη, -όνιον) φαιλόνης, φελ- (2 Ep. Ti. 4, 13) und das gewöhnlichere φαιλόνιον (Pap.)
Etymology : Bildung wie μαινόλης, σκωπτόλης u.a. (Chantraine Form. 237 f.), aber als Sachbezeichnung semantisch davon abweichend. Eine alte Femininbildung (wie μαινόλις u.a.) liegt in φαινόλις Beiw. von ἠώς, αὔως (h. Cer., Sapph.) vor, offenbar im Sinn von hell, leuchtend, lichtbringend, zu φαίνω. Weshalb der betreffende Mantel als "der Leuchtende, Schimmernde" (im Verhältnis wozu?) bezeichnet wurde, bleibt noch zu ergründen (vgl. Schwyzer Mus. Helv. 3, 49ff.). — Lat. LW paenula; s. W.-Hofmann m. weiteren Einzelheiten u. Lit.
Page 2,981-982