ἄνηθον
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
or ἄννηθον, τό, Aeol. ἄνητον Alc.36, Sapph.78,128, also Anacr. ap. Poll.6.107. ἄννητον Thphr.HP9.7.3:—
A dill, Anethum graveolens, Ar.Nu.982,Th.486, Thphr.HP1.11.2, Alex.127.5, Theoc.15.119, Ev.Matt.23.23, Dsc.3.58, SIG1170.26 (ii A. D.), Bilabel Ὀψαρτ. p.10. (ἀννηθον in Ar.ll.cc. Not to be confused with ἄννησον, q.v.)
German (Pape)
[Seite 228] τό, od. ἄννηθον, att., s. Dindorf zu Ar. Nub. 982, Dill. S. ἄννησον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηθον: ἢ ἄννηθον, τό, ὁ κοινῶς καλούμενος «ἄνηθος», Λατ. anethum, Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Θεσμ. 486, Θεόκρ. 15. 119, κτλ. - Ἰων. ἄννησον ἢ ἄνησον Ἡρόδ. 4. 71, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. - Αἰολ. ἄννητον ἢ ἄνητον Ἀλκαῖος 36, Σαπφ. 79, ἴδε Ἀθήν. 674D, E: - μεταγεν. Ἀττ. ἄνισον ἢ ἄννισον Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 7 (ἔνθα ὅμως ἄνηθον καὶ ἄνισον ἀναφέρονται ὡς διάφορα ἀλλήλων). Τὸ διπλοῦν νν ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θ. 650· ἀλλὰ τὸ ἁπλοῦν ν ἐν Ἀλκαίῳ καὶ Σαπφοῖ παρ’ Ἀθην. 674D. Ε, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 982 καὶ παρ’ Ἀλέξ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
aneth, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue, emprunt prob.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): eol. ἄνητον Alc.362.1, Sapph.81.5, Anacr.161; ἄννητος Thphr.HP 9.7.3; ἄννηθον Ar.Nu.982, Th.486; ἀνήθουμ Ps.Dsc.3.58
eneldo, Anethum graveolens Hp.Aff.43, Arist.Pr.949a2, Thphr.HP 1.11.2, Alex.127.5, Theoc.15.119, PCair.Zen.292.130, 317 (III a.C.), Eu.Matt.23.23, Dsc.3.58, IG 42.126.26 (II d.C.), Gp.12.1.2.
• Etimología: Dado que existe la variante ἄννηθον, no puede separarse de ἄννησον ‘anís’. Es prob. un préstamo; se ha sugerido el egipcio ins.t.
English (Strong)
probably of foreign origin; dill: anise.
English (Thayer)
ἀνηθου, τό, dill, anise (?); cf. BB. DD., under the word; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 419f): Aristophanes nub. 982; (Aristotle, others); often in Theophrastus, hist. pl.)
Greek Monotonic
ἄνηθον: ή ἄννηθον, τό, άνιθος, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· Ιων. ἄννησον ή ἄνησον, σε Ηρόδ.· Αιολ. ἄννητον ή ἄνητον, σε Σαπφώ (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἄνηθον: (ᾰ) τό бот. укроп Arph., Theocr.
Frisk Etymological English
(-νν-), -τον
Grammatical information: n.
Meaning: dill, Anethum Graveolens (Aeol., Att.).
Other forms: Also ἄννηθον (Ar.); ἄνητον (Alc.), ἄννητον (Thphr.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. λάπαθον and other plant names in -θον (-θος), Chantr. Form. 368. Fur. 254 compares ἄννησον (s.v.); for the equation cf. the gloss s.v. ἄνθρυσκον. On the gemination 387, for θ\/σ 253ff. (cf. ἐρυθίβη\/ἐρυσίβη). - Egyptian acc. to Hemmerdinger Glotta 46 (1968) 240.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
anise, dill, Ar., Theocr.; ionic ἄννησον or ἄνησον Hdt.; aeolic ἄννητον, or ἄνητον, Sapph..
Frisk Etymology German
ἄνηθον: (ἄννηθον), ἄνητον
{ánēthon}
Grammar: n.
Meaning: Dill (äol., att., hell. u. spät).
Derivative: Ableitung ἀνήθινος aus Dill gemacht (Theok., Dsk. u. a.), ἀνηθίτης (οἶνος, Gp.).
Etymology : LW unbekannten Ursprungs; vgl. λάπαθον und andere Pflanzennamen auf -θον (-θος) bei Chantraine Formation 368.
Page 1,106
Chinese
原文音譯:¥nhqon 阿尼團
詞類次數:名詞(1)
原文字根:茴香
字義溯源:茴香*,芹菜
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 茴香(1) 太23:23