ματαιολόγος
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ον,
A talking at random, Telest.1.9, Ep.Tit.1.10, Vett.Val.301.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient de vains ou de sots discours.
Étymologie: μάταιος, λέγω³.
English (Strong)
from μάταιος and λέγω; an idle (i.e. senseless or mischievous) talker, i.e. a wrangler: vain talker.
English (Thayer)
ματαιολογου, ὁ (μάταιος and λέγω), an idle talker, one who utters empty, senseless things: Titus 1:10.
Greek Monolingual
ματαιολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -λόγος].
Greek Monotonic
μᾰταιολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει μάταια, στο βρόντο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ματαιολόγος: ὁ пустой болтун NT.
Middle Liddell
μᾰταιο-λόγος, ον λέγω
talking idly, at random, NTest.
Chinese
原文音譯:mataiolÒgoj 馬台哦-羅哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空虛-安置(說者)
字義溯源:說虛空話的,閒散的;由(μάταιος)=虛妄的)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成;其中 (μάταιος)出自(μάτην)=徒然), (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理,榨)。參讀 (ματαιολογία)同源字
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 說虛空話(1) 多1:10