vexatious
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής, λυπηρός, ἀνιαρός, κακός, ἐπαχθής, προσάντης (Plato), Ar. and P. χαλεπός, ἐπίπονος, P. πραγματώδης, V. ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), ἐμβριθής (Soph., Fragment), παλύπονος, δυσπόνητος, λυπρός, δύσφορος (also Xen. but rare P.).
things vexatious to the spirit: V. καρδίας δηκτήρια (Eur., Hecuba 235).